Βαζάρι, Τζόρτζιο

Βαζάρι, Τζόρτζιο
(Giorgio Vazari, Αρέτσο 1511 – Φλωρεντία 1574). Ιταλός ζωγράφος, αρχιτέκτονας και κριτικός τέχνης. Αρκετά νέος άρχισε να ζωγραφίζει, πρώτα στη γενέτειρά του, και αργότερα στη Φλωρεντία, κοντά στον Αντρέα ντελ Σάρτο, στον Μπαντινέλι, στον Ρόσο και σε άλλους. Το 1531 συνόδευσε τον καρδινάλιο Ιππόλυτο των Μεδίκων στη Ρώμη. Στο ταξίδι αυτό, αποφασιστικής σημασίας για την καλλιτεχνική του διαμόρφωση, γνώρισε και θαύμασε τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Ραφαήλ. Το 1538, έπειτα από παραμονή στο Καμάλντολι, όπου ζωγράφισε την Παναγία με Αγγέλους, επέστρεψε στη Ρώμη και αυτή τη φορά ασχολήθηκε συστηματικά με τη σπουδή της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής. Χωρίς να εγκαταλείψει τη ζωγραφική, ακολούθησε τη συμβουλή του Μιχαήλ Άγγελου να επιδοθεί στην αρχιτεκτονική και εργάστηκε για τον πάπα Ιούλιο Γ’, αλλά κυρίως για τον δούκα Κόζιμο Α’ των Μεδίκων (από το 1554), ο οποίος του ανάθεσε την κατασκευή του κτιρίου των Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Το οικοδόμημα αυτό, κομψό και αυστηρό, καθαρά αναγεννησιακής αντίληψης, θεωρείται το αριστούργημά του. Το όνομα όμως του Β. συνδέεται κυρίως με το έργο του ως ιστοριογράφου και κριτικού της τέχνης, στο οποίο συνδυάζονται η βαθιά του καλλιέργεια και η εξαιρετική του ευαισθησία. Το βασικό σύγγραμμά του Βίοι τωνσπουδαιότερων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων που εκδόθηκε το 1550 και το 1568, καρπός των εντατικών και μακροχρόνιων ερευνών του σε όλη την Ιταλία, περιέχει τεράστιο όγκο πληροφοριών και μαρτυριών για την τέχνη, από τον Τσιμαμπούε έως τον 16o αιώνα. Ο Β. θεωρείται από πολλούς ειδικούς πατέρας της ιταλικής κριτικής της τέχνης. Τμήμα του μεγάρου των Ουφίτσι, στη Φλωρεντία· το κτίριο αυτό οικοδομήθηκε μεταξύ 1560 και 1585 σε σχέδιο του Τζόρτζιο Βαζάρι (φωτ. Sef).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τζορτζιόνε, Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο, ο επονομαζόμενος — (Giorgione, Καστελφράνκο Βένετο, Τρεβίζο 1477 ή 1478 – Βενετία 1510). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωή του μεγάλου αυτού πρωτοπόρου της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αι. είναι ελάχιστα γνωστή. Εγκαταστάθηκε, άγνωστο πότε, στη Βενετία και έγινε, κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • μανιερισμός — (ιταλ. mannierismo). Καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16o αι. Τα κυριότερα γνωρίσματά του είναι οι επιμηκυσμένες και μακρόστενες μορφές σε υπερβολικά επιτηδευμένες στάσεις, ο υπερβολικός τονισμός των …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • επιχρύσωση — Τεχνική της επικάλυψης διαφόρων αντικειμένων από μέταλλο, ξύλο, πηλό κ.ά. με χρυσό. Η ε. πραγματοποιείται με ποικίλες μεθόδους· με χρυσό σε φύλλα, σε πλάκες, σε αμάλγαμα, σε ρινίσματα, με θέρμανση ή χωρίς θέρμανση, με μηχανικά ή χημικά μέσα,… …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • Αρέτσο — (Arezzo). Πόλη (91.700 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στην περιοχή της Τοσκάνης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο και σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος. Ακμαία ετρουσκική και αργότερα ρωμαϊκή πόλη, στον Μεσαίωνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”